προγεννητικός

προγεννητικός
-ή, -ό
Ν
ιατρ. (για ενέργεια ή κατάσταση) αυτός που συμβαίνει ή τελείται πριν από τον τοκετό («προγεννητικός έλεγχος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσογειακή αναιμία — Κληρονομούμενη μορφή αιμολυτικής αναιμίας, που οφείλεται σε γενετική διαταραχή της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης (θαλασσαναιμία) και χαρακτηρίζεται από ελάττωση ή πλήρη κατάργηση της β αλυσίδας (β θαλασσαναιμία), που έχει ως αποτέλεσμα την άνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”